- πιότατον
- πῑότατον , πῖοςmasc acc superl sgπῑότατον , πῖοςneut nom/voc/acc superl sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οπόθι — ὁπόθι και επικ. τ. ὁππόθι (Α) (ποιητ. τ.) επίρρ. 1. (σε πλάγ. ερώτ.) σε ποιο μέρος, πού («ὅπου, σάφα εἰπέμεν ὁππόθ ὤλωλεν», Ομ. Οδ.) 2. (αναφ.) εκεί που, όπου («ὁππόθι πιότατον πεδίον... ἔνθα... τέμενος ἑλέσθαι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το αναφορικό… … Dictionary of Greek